babytales.gr on Facebook

Η πριγκίπισσα και ο βάτραχος

Ρουμπελστίλτσκιν Η Σταχτοπούτα
WTemail it
Για να στείλεις το προεπιλεγμένο υλικό με email βάλε στο πεδίο ΠΡΟΣ όσες ηλεκτρονικές διευθύνσεις επιθυμείς, χωρίζοντάς τες με ένα κόμμα. Συμπλήρωσε το μήνυμά σου στο ανάλογο πεδίο και πάτα Send.
ΠΡΟΣ*
ΤΟ EMAIL ΣΟΥ*
ΤΟ ΜΥΝΗΜΑ ΣΟΥ
ΠΡΟΕΠΙΣΚΟΠΙΣΗ
  
Mια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας βασιλιάς. Όλες οι κόρες του του ήταν πανέμορφες η μικρότερη όμως ήταν τόσο όμορφη, ώστε ακόμα κι ο ήλιος, που τόσα έχουν δει τα μάτια του, τη θαύμαζε κάθε φορά που αντίκριζε το πρόσωπο της. Κοντά στον πύργο του βασιλιά ήταν ένα μεγάλο και σκοτεινό δάσος. Και μέσα στο δάσος, κάτω από  γέρικη φλαμουριά, ανάβλυζε μια πηγή. Όταν λοιπόν έκανε πολλή ζέστη η κόρη του βασιλιά πήγαινε στο δάσος και καθόταν να δροσιστεί πλάι στα νερά της. Για παιχνίδι της είχε ένα μικρό χρυσό τόπι που το πέταγε ψηλά και το ξαναέπιανε!

Μια μέρα όμως το χρυσό τόπι της ξέφυγε κι αυτό κατρακύλησε στο χώμα κι έπεσε μέσα στα νερά της πηγής. Η βασιλοπούλα προσπάθησε να μην το χάσει απ' τα μάτια της, το τόπι όμως εξαφανίστηκε μέσα στα νερά. Κι η πηγή ήταν τόσο βαθιά, τόσο βαθιά, που δεν έβλεπες τον πάτο. Τότε εκείνη άρχισε να κλαίει κι έκλαιγε όλο και πιο δυνατά και παρηγοριά δεν είχε. Κι έτσι όπως έκλαιγε και χτυπιόταν, άκουσε ξάφνου μια φωνή να τη ρωτάει : " Τι έπαθες όμορφη βασιλοπούλα και κλαις;" Η πεντάμορφη γύρισε, και τι να δει; Ένας κακάσχημος πράσινος βάτραχος είχε βγάλει το χοντρό κεφάλι του έξω από τα νερά και της μιλούσε μ' ανθρώπινη φωνή. «Εσύ είσαι βάτραχε;», είπε. " Κλαίω για το χρυσό μου τόπι, που μού 'πεσε στο νερό ».

«Μην κλαις άδικα, θα βουτήξω εγώ και θα στο φέρω! Αρκεί να μου δώσεις κάτι για αντάλλαγμα»
«Ό,τι θέλεις, καλέ μου βάτραχε », απάντησε η βασιλοπούλα. « Τα φορέματα μου, τα μαργαριτάρια μου και τα πολύτιμα πετράδια μου, ακόμα και τη χρυσή κορόνα που φορώ». Ο βάτραχος τότε είπε : " Δεν θέλω ούτε τα φορέματα σου, ούτε τα μαργαριτάρια σου και τα πολύτιμα πετράδια σου, ούτε τη χρυσή κορόνα που φοράς, θέλω να μ' αγαπάς, να μ' έχεις φίλο σου και σύντροφο στα παιχνίδια σου. Να μ αφήνεις να κάθομαι δίπλα σου στο τραπέζι σου, να τρώω από το χρυσό πιατάκι σου, να πίνω απ' το ποτηράκι σου και να κοιμάμαι στο κρεβατάκι σου. Αν μου τα υποσχεθείς όλα αυτά, τότε θα βουτήξω ώς τον πάτο και θα σου φέρω πίσω το χρυσό σου τόπι ».
« Αχ, ναι », είπε η βασιλοπούλα, «σου υπόσχομαι πως θα έχεις ό.τι θελήσεις. Φτάνει να μου ξαναφέρεις το χρυσό μου τόπι ».

Ο βάτραχος λοιπόν, μόλις πήρε το τάξιμο, βούτηξε με το κεφάλι κάτω στα νερά. Και πριν περάσει πολλή ώρα, ξαναβγήκε κρατώντας στο στόμα του το χρυσό τόπι στο χορτάρι πλάι στα χείλη της πηγής. Η βασιλοπούλα ,καταχαρούμενη που ξανάβρισκε το ωραίο της παιχνίδι, το άρπαξε στα χέρια της κι έφυγε τρέχοντας. «Περίμενε, περίμενε », φώναξε ο βάτραχος πίσω της. «Πάρε με κι εμένα μαζί σου, δεν μπορώ να τρέξω σαν εσένα».
Άδικα όμως ξεφώνιζε πίσω της! Η βασιλοπούλα δεν τού 'δωσε καμιά σημασία. Τρέχοντας γύρισε στο παλάτι και ξέχασε αμέσως τον καημένο το βάτραχο, που άλλο δεν τού 'μενε να κάνει, παρά να γυρίσει και πάλι στα νερά της πηγής του.

Την άλλη μέρα, μόλις κάθισε στο τραπέζι μαζί με το βασιλιά και όλους τους παλατιανούς, μόλις άρχισε να τρώει απ το χρυσό της το πιατάκι, νά σου ξάφνου, πλιτς πλατς, κάτι που ανέβαινε σερνόμενο τις μαρμάρινες σκάλες του παλατιού. Κι όταν έφτασε πάνω, χτύπησε την πόρτα και φώναξε : « Βασιλοπούλα, μικρή βασιλοπούλα, άνοιξε μου! » Η πεντάμορφη έτρεξε να δει ποιος χτυπούσε. Αλλά όταν άνοιξε την πόρτα, αντίκρισε μπροστά της το βάτραχο. Αμέσως σφάλισε την πόρτα, τη μαντάλωσε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και κάθισε πάλι στο τραπέζι. Η καρδιά της όμως είχε παγώσει από το φόβο. Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι η μικρή του κόρη έτρεμε απ την τρομάρα της.
Και τη ρώτησε : «Παιδί μου, τι φοβάσαι; Μην είναι κανένας γίγαντας, που χτύπησε την πόρτα μας, και θέλει να σε πάρει; »
« Αχ, όχι, πατέρα », αποκρίθηκε εκείνη. « Δεν είναι γίγαντας. Είναι ένας απαίσιος βάτραχος ».
«Και τι θέλει ο βάτραχος από σένα;» Τότε η βασιλοπούλα του είπε όλη την ιστορία!
Μόλις τελείωσε ο βασιλιάς της είπε : « Όταν δίνεις το λόγο σου, πρέπει να τον κρατάς. Πήγαινε και άνοιξε του».

Η βασιλοπούλα πήγε, λοιπόν, και του άνοιξε, κι ο βάτραχος μπήκε χοροπηδώντας και την ακολούθησε καταπόδι μέχρι την καρέκλα της. Εκεί στάθηκε και φώναξε : «Σήκωσε με και πάρε με κοντά σου». Η βασιλοπούλα δίστασε, ώσπου ο βασιλιάς την πρόσταξε να το κάνει. Όταν ο βάτραχος βρέθηκε στην καρέκλα, ήθελε ν' ανέβει στο τραπέζι. Κι όταν ανέβηκε και στο τραπέζι, είπε στη βασιλοπούλα : « Σπρώξε τώρα πιο κοντά το χρυσό πιατάκι σου, για να φάμε μαζί ». Η όμορφη βασιλοπούλα έκανε πράγματι αυτό που της ζήτησε, αλλά φαινόταν πως τό 'κανε με κρύα καρδιά. 0 βάτραχος καλόφαγε, εκείνη όμως δεν κατάφερε να καταπιεί μπουκιά. Τέλος της είπε : « Έφαγα και χόρτασα και τώρα είμαι κουρασμένος. Πήγαινε με λοιπόν στην κάμαρα σου και στρώσε τα μεταξωτά σεντόνια στο κρεβατάκι σου, να πέσουμε για ύπνο ». Η βασιλοπούλα έβαλε τα κλάματα. Ο κρύος βάτραχος την αηδίαζε. Ούτε να τον πιάσει δεν ήθελε. Όχι και να κοιμηθεί μαζί του στο ίδιο κρεβάτι!

Ο βασιλιάς όμως θύμωσε και είπε : «Αυτόν που σε βοήθησε όταν είχες την ανάγκη του, δεν πρέπει μετά να τον ξεχνάς και να τον περιφρονείς». Τότε τον πήρε κι εκείνη με τα δυο της δάχτυλα, τον ανέβασε στην κάμαρα της και τον άφησε σε μια γωνιά. Όταν ξάπλωσα στο κρεβατάκι της πριγκίπισσας ο βάτραχος της είπε «Σε ευχαριστώ που έκανες όλα όσα μου έταξες! Θέλω να μου δώσεις ένα φιλί και θα σε αφήσω ήσυχη!». Η βασιλοπούλα έσκυψε και φίλησε το πράσινο βάτραχο και όταν άνοιξε τα μάτια της αυτός είχε μεταμορφωθεί σε ένα όμορφο πριγκιπόπουλο! Της εξήγησε πως ήταν μαγεμένο και πως μόνο το φιλί μιας πριγκίπισσας θα μπορούσε να λύσει τα μάγια! Το βασιλόπουλο και η βασιλοπούλα παντρεύτηκαν κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
 

ΠIΣΩ ΣΤΟ "Έκλεισα τα 4"